Πάνας
Ο Πάν είναι αρχαία ελληνική, ιδεατή, ανθρωπόμορφη και δευτερεύουσα θεότητα, που ήταν συνυφασμένη με την «πανίδα» της Φύσης, (άνθρωποι και ζώα) σε μια αμφίδρομη σχέση προστασίας, αλλά και προσωποποίηση της γενετικής δύναμης της ζωής.
Συνδυάζοντας τον ανθρώπινο και ζωικό παράγοντα, ο Πάν απεικονιζόταν έχοντας κάτω άκρα ζώου, «Θεός τραγοπόδαρος», ως προστάτης των κτηνοτρόφων, κυνηγών αλλά και των αλιέων με μόνιμη διαμονή σε χώρους της φύσης (όρη, δάση, σπήλαια, κοιλάδες, ρεματιές κλπ). Η λατρεία του έλαβε μέγιστη ανάπτυξη παράλληλα με εκείνη του Δία και των άλλων Ολύμπιων Θεών σε όλον τον ελλαδικό χώρο και πέραν αυτού.
Κατά τις κυριότερες μυθολογικές παραδόσεις των αρχαίων Ελλήνων ο Πάν ήταν γιος:
1. (Αρκαδία): Του Ερμή και της νύμφης Πηνελόπης, που μετέστη αργότερα στον ουρανό ως υφάντρα του ουράνιου πέπλου και την οποία μεταγενέστεροι μυθογράφοι την ταύτισαν με τη Σπαρτιάτισσα σύζυγο του Οδυσσέα. Και είχε γεννηθεί στο όρος Κυλλήνη της αρχαίας Αρκαδίας.
2. (Αρκαδία): Του Ερμή και της νύμφης Καλλιστούς, συνοδού της θεάς Άρτεμης στην Αρκαδία, που αργότερα μετέστη επίσης στον ουρανό σχηματίζουσα τη Μεγάλη Άρκτο.
3. Του Διός και της νύμφης Καλλιστούς ή του Διός και της νύμφης Θύμβριδος, ή
4. Του Ουρανού και της Γης, ή
5. Του Αιθέρος και κάποιας νύμφης, ή τέλος
6. Του Απόλλωνα και της Οινόης.
Πιθανότερη ετυμολογία του ονόματος φέρεται εκ της ρίζας Πα = περιποιούμαι, φυλάσσω και εξ αυτού πάομαι και λατινικό pasco = βόσκω. Ο Μαξ Μύλλερ δίνει ερμηνεία εκ του σανσκριτικού «Παβάνα» (= άνεμος) για αυτό ο Πάνας φέρεται να συμβολίζει τον ελαφρύ άνεμο κατά τις πρωινές και απογευματινές ώρες.
Η εμφάνιση του Πανός στην Ελληνική Μυθολογία φαίνεται να ανάγεται στον 7ο αιώνα π.Χ.. Σύμφωνα με τις επικρατέστερες παραδόσεις γεννήθηκε στο όρος Λύκαιον της Αρκαδίας. Μόλις όμως τον αντίκρισε η μητέρα του τον εγκατέλειψε τρομαγμένη από τη μορφή που είχε, με δύο κέρατα κατσικιού στο κεφάλι, μυτερά αυτιά, γενειοφόρος και τραγοπόδαρος. Ο Ερμής που αντιλήφθηκε τη σκηνή έσπευσε και προστάτευσε τον έκθετο Πάνα τον οποίο και μετέφερε στον Όλυμπο όπου και τον παρουσίασε στον Δία και τους άλλους θεούς οι οποίοι και τον καλοδέχθηκαν. Στη συνέχεια επέστρεψε και ανατράφηκε από τις αρκαδικές Νύμφες, οπότε και έγινε φίλος του Διονύσου και εμφανίσθηκε πλέον ως προστάτης των γεωργών και κτηνοτρόφων και των προϊόντων τους, φίλος του κρασιού και του γλεντιού.
Ο Πάν ήταν ο σύντροφος των Νυμφών και εραστής κάθε νέας ή νέου που πλησίαζε τον χώρο του, δηλαδή την Φύση. Προστάτης του πολλαπλασιασμού των αιγοπροβάτων δεν άργησε να θεωρείται και ο ίδιος επιβήτορας ακόμη και αυτών. Αγαπούσε τη φυσική υπαίθρια ζωή και περνούσε ώρες ατέλειωτες παίζοντας με τον ποιμενικό του αυλό, την σύριγγα. Λέγεται μάλιστα ότι η Σύριγγα (αρχαία: Σύριγξ) ήταν και αυτή Νύμφη η οποία, προκειμένου να τον αποφύγει, μεταμορφώθηκε σε καλαμιά. Τότε ο Πάνας έκοψε απ΄ αυτή ανόμοια τεμάχια καλαμιού τα οποία και ένωσε σε σειρά και δημιούργησε τον αυλό του.
Οι ερωτικές περιπέτειες που είχε με τις διάφορες Νύμφες είναι πολλές, σημαντικότερη των οποίων φέρεται εκείνη της αποπλάνησης της Σελήνης (ιδεατή ερμηνεία της Νέας Σελήνης).
Χαρακτηριστικός, επίσης, σχετικά με το πρόσωπό του, είναι και ο θρύλος ότι στη Μάχη του Μαραθώνα βοήθησε τους Έλληνες εναντίον των Περσών με δυνατές και τρομακτικές φωνές, επαναλαμβάνοντας ρυθμικά το όνομά του "παν - παν - παν", με συνέπεια οι Πέρσες, ακούγοντάς τον, να καταληφθούν από πανικό (λέξη που προέρχεται από το όνομα Παν).